- περίστατος
- -ον, ουδ. και -όν, Α [περιίστημι]1. αυτός που περικυκλώνεται και θαυμάζεται από το πλήθος («περίστατοιοἱ περίβλεπτοι, ἐφ' οἷς ἄν τις σταίη βουλόμενος θεᾱσθαι»Λεξ. Ρητ.)2. αυτός που στέκεται σε κύκλο και θαυμάζει («περίστατον βοῶσα τὴν κώμην ποιεῑ», Θεόπ. Κωμ.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιστατόν(κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀνάστατον».
Dictionary of Greek. 2013.